-
1 вход
-а α.είσοδος, εισέλευση, εισχώρηση, το έμπα, η μπασιά•вход свободный ελεύθερη είσοδος•
главный вход η κυρία είσοδος•
вход воспре-щен απαγορεύεται η είσοδος.
-
2 воспретить
-ещу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспрещенный, βρ: -щен, щена, -щеноρ.σ.απαγορεύω, δεν επιτρέπω•